φάκα

φάκα
η мышеловка; капкан; западня;

§ πιάνομαι στη φάκα — а) быть пойманным с поличным; — б) попасть в ловушку;

καλή είναι η φάκα αλλά πάρε και μιά γάτα — мышеловку ставь, но и кошку оставь; — лишняя предосторожность не повредит


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φάκα" в других словарях:

  • φάκα — η, Ν 1. ποντικοπαγίδα 2. φρ. «πιάστηκε στην φάκα» συνελήφθη επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. είναι δάνεια από το τουρκ. fak, ενώ η σύνδεση της με τη λ. φακός δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • φάκα — η (λ. τουρκ.), ποντικοπαγίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φακᾶ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (attic doric) φακῆ dish of lentils fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού …   Dictionary of Greek

  • δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο …   Dictionary of Greek

  • μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • μυοπαγίδα — η παγίδα για σύλληψη ποντικών, μυάγρα, ποντικοπαγίδα, φάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + παγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. μυοπαγίς, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ξυλόγατα — η ξύλινη παγίδα για ποντικούς, δόκανο, φάκα, ποντικοπαγίδα …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • ποντικοπαγίδα — η, Ν παγίδα για σύλληψη ποντικών, φάκα, ξυλόγατα …   Dictionary of Greek

  • Κάφκα, Φραντς — (FrantzKαfka, Πράγα 1883 – Κίρλινγκ, Βιέννη 1924). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Μέλος της γερμανόφωνης εβραϊκής μειονότητας της Πράγας, γιος εύπορου εμπόρου, o K. ένιωσε τη βαθιά απομόνωση που δημιουργούσαν αυτές οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»